- εκτοξευτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκτόξευση, που έχει την ιδιότητα να εκτοξεύει, ο εκσφενδονιστικός («εκτοξευτικός σωλήνας»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκτοξευτικός — ή, ό που έχει την ιδιότητα να εκτοξεύει, εκσφενδονιστικός: Εκτοξευτική συσκευή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)